- χείρισμα
- τὸ, Α [χειρίζω]1. μεταχείριση2. το μέρος τού σώματος στο οποίο γίνεται χειρουργική επέμβαση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειρίσματι — χείρισμα part handled neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρίσματος — χείρισμα part handled neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)